σύσφιγξη

σύσφιγξη
η / σύσφιγξις, -ίγξεως, ΝΜΑ [συσφίγγω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συσφίγγω
νεοελλ.
γεωλ. όρος με τον οποίο περιγράφεται μια κυλινδρόμορφη δομή η οποία έχει σχηματιστεί πάνω σε ένα στρώμα παραμορφωμένου πετρώματος, αλλ. μπουντινάζ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… …   Dictionary of Greek

  • άρμεγμα — το 1. η σύσφιγξη των μαστών θηλυκού ζώου για την εξαγωγή γάλακτος 2. η χρηματική εκμετάλλευση κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ακτινοσφίγκτης — ο εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη τών ακτίνων τών τροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + σφίγκτης < σφίγγω η λ. πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντζερή και αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου serre rais] …   Dictionary of Greek

  • αρμοσφιγκτήρ — ( ήρος) και σφίχτης, ο ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη συγκολλημένων ξύλων, νταβίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + σφιγκτήρ (< σφίγγω)] …   Dictionary of Greek

  • δέσιμο — το (Μ δέσιμον) 1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο 2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα 3. συναισθηματικός δεσμός 4. (για γάμο) η ένωση 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

  • δρύσχετο — το (ξύλουργ.) ξυλουργικό εργαλείο με το οποίο συγκολλούνται με σύσφιγξη ξύλα, το νταβίδι …   Dictionary of Greek

  • επίπηξις — ἐπίπηξις, ἡ (AM) [επιπήγνυμί] σκλήρυνση, νάρκωση, σύσφιγξη αρχ. ο επίπαγος, δηλ. επιθήλιο τού οφθαλμικού φακού …   Dictionary of Greek

  • επισυντείνω — ἐπισυντείνω (Α) 1. εντείνω περισσότερο 2. παθ. ἐπισυντείνομαι αισθάνομαι σύσφιγξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”